- Scream
- v. intrans.P. and V. βοᾶν, ἀναβοᾶν, κεκραγέναι (perf. of κράζειν) (also Ar. rare P.), φθέγγεσθαι, ὀλολύζειν (rare P.), Ar. and P. ἀνακραγεῖν (2nd aor. ἀνακράζειν), Ar. and V. θροεῖν, λάσκειν, ἀυτεῖν, V. ἰώζειν, αὔειν, ἀνολολύζειν, φωνεῖν, θωύσσειν, ἐξορθιάζειν, ὀρθιάζειν, κλάζειν.Of animals: P. and V. φθέγγεσθαι, V. κλάζειν.——————subs.P. and V. βοή, ἡ, κραυγή, ἡ, ὀλολυγή, ἡ (also Ar. rare P.), V. ὀλολυγμός, ὁ, ἀυτή, ἡ, ἰυγή, ἡ, ἰυγμός, ὁ, Ar. and V. βόαμα τό.Of animals: P. and V. φθέγμα, τό, φθόγγος, ὁ, V. φθογγή, ἡ, βοή, ἡ, κλαγγή, ἡ.Shouting, din: P. and V. θόρυβος, ὁ, V. κέλαδος, ὁ.
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language. 2014.